- ἐνδεδεμένη
- ἐνδέω 1bind inperf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐνδεδεμένῃ — ἐνδέω 1 bind in perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερέμνιος — ία, ον, ΜΑ, θηλ. και στερέμνιος Α στερεός, σκληρός («στερεμνιωτέρα τροφή», Κλήμ. Αλ.) μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ στερεμνία στερεότητα, σταθερότητα αρχ. 1. σταθερός 2. μτφ. ισχυρός, δυνατός 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ στερέμνια α) οι στερεές… … Dictionary of Greek
ՊԱՀԱՆԳԱԿԱՊ — ( ) NBH 2 0586 Chronological Sequence: Early classical ա.գ. ἰμάντωσις ἑνδεδεμένη . Կապեալ եւ զօդեալ պահանգօք. եւ Պահանգ. *Պահանգակապ շինուած ʼի ժամանակի շարժման ոչ կործանեսցի. Սիր. նոր. ՟Ի՟Բ. 19: *Պահանգակապ փայտեղէն կապեալ ʼի շինածի, եւ ʼի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)